τάλ(λ)αρο

τάλ(λ)αρο
το, Ν
βλ. τάληρο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ταλ(λ)αράς — ο, Ν αυτός που έχει πολλά χρήματα, πλούσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάλ(λ)αρο + κατάλ. άς (πρβλ. τσιφλικ άς)] …   Dictionary of Greek

  • τάληρο — Ασημένιο νόμισμα. Κόπηκε για πρώτη φορά στο Ιοάχιμσταλ (σημερινό Γιαχίμοφ) της Τσεχοσλοβακίας. Μερικά χρόνια αργότερα καθιερώθηκε ως νομισματική μονάδα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, της Πολωνίας, της Σουηδίας, της Γαλλίας, της Τουρκίας, των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”